ἀΐδρυτος

ἀΐδρυτος
ἀΐδρυτος or (more freq.) [full] ἀνίδρυτος, ον,
A unsettled, unstable, δρόμοι ἀν. E.IT971; χρόνοι irregular, Ruf.Interrog. 12; ἄοικοι καὶ ἀν. Plu.TG 9; νῆσος ἀν. floating, D.H.1.15; τὸ ἀν. τῆς γνώμης, τῆς οὐσίας, Ph.2.112, Dam.Pr.413.
II with no fixed abode,

Τίμων ἦν ἀ. τις Ar. Lys.809

(lyr.); ἄσπειστος, ἀν. D.25.52;

οἰκοῠσιν φεύγοντες, ἀ. κακὸν ἄλλοις Cratin.209

(expl. by

ὃ οὺκ ἄν τις αὑτῷ ἱδρύσαιτο EM42.10

).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αΐδρυτος — ἀίδρυτος και ἀνίδρυτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος, άνεστιος 2. ασταθής, μεταβαλλόμενος, άστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ(ν) στερητ. + ἱδρύω] …   Dictionary of Greek

  • ἀίδρυτος — ἀΐδρῡτος , ἀίδρυτος unsettled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίδρυτον — ἀνίδρῡτον , ἀίδρυτος unsettled masc/fem acc sg ἀνίδρῡτον , ἀίδρυτος unsettled neut nom/voc/acc sg ἀνίδρυτος unsettled masc/fem acc sg ἀνίδρυτος unsettled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀίδρυτον — ἀΐδρῡτον , ἀίδρυτος unsettled masc/fem acc sg ἀΐδρῡτον , ἀίδρυτος unsettled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίδρυτος — η, ο (Α ἀνίδρυτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ανιδρυθεί αρχ. αΐδρυτος* …   Dictionary of Greek

  • κακοΐδρυτος — κακοΐδρυτος, ον (Α) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἀΐδρυτος) κακώς ιδρυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ἱδρύω] …   Dictionary of Greek

  • σκώλος — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας κοντά στον Κιθαιρώνα, όπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, εκεί κατασπαράχτηκε από τις Μαινάδες ο βασιλιάς Πενθέας, επειδή είχε περιφρονήσει τη λατρεία του Διόνυσου. * * * (I) ὁ, Α 1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο,… …   Dictionary of Greek

  • ἀνιδρύτοις — ἀνιδρύ̱τοις , ἀίδρυτος unsettled masc/fem/neut dat pl ἀνίδρυτος unsettled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιδρύτοισιν — ἀνιδρύ̱τοισιν , ἀίδρυτος unsettled masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀνίδρυτος unsettled masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιδρύτου — ἀνιδρύ̱του , ἀίδρυτος unsettled masc/fem/neut gen sg ἀνίδρυτος unsettled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνιδρύτους — ἀνιδρύ̱τους , ἀίδρυτος unsettled masc/fem acc pl ἀνίδρυτος unsettled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”